σεξ

σεξ
το
(λ. γαλλ.), άκλ.
1. φύλο.
2. ερωτική ορμή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σεξ — Όρος, που προέρχεται από τη λατινική λέξη sexus, στα γαλλικά sex, που σημαίνει φύλο. Καθετί που έχει σχέση με το φύλο και με τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο φύλα, εντάσσεται στην περιοχή του σεξ. Με το πέρασμα του χρόνου, ο όρος πήρε, σε …   Dictionary of Greek

  • Sexe... 13 Beaufort ! — Sexe... 13 Beaufort ! Données clés Titre original grec moderne : Σεξ ... 13 Μποφώρ Réalisation Chryssostomos Liambos Scénario Chryssostomos Liambos Acteurs principaux Kóstas Gouzgoúnis …   Wikipédia en Français

  • σεξομανής — ο, η, Ν ο μανιακός με το σεξ, μητρομανής, νυμφομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεξ + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανής] …   Dictionary of Greek

  • Coupling (Greek TV series) — Coupling Format Comedy / Sitcom Created by Steven Moffat Written by Tina Kampitsi Directed by Stephanos Kodomari Country of origin G …   Wikipedia

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μαντόνα — (Madonna Louise Veronica Ciccone, Ρότσεστερ 1958 –). Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ και ηθοποιός. Σπούδασε χορό και ηθοποιία σε κολέγια του Μίσιγκαν και της Νότιας Καρολίνας. Το 1977 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας σπουδές χορού και δύο …   Dictionary of Greek

  • σέξι — Ν (άκλ. επίθ.) αυτός που προκαλεί ερωτική έλξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sexy (βλ. λ. σεξ)] …   Dictionary of Greek

  • σεξαπίλ — το, Ν άκλ. ερωτική έλξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sex appeal «έλξη τού φύλου» (βλ. λ. σεξ)] …   Dictionary of Greek

  • σεξισμός — ο, Ν (κοινων.) α) δυσμενής προκατειλημμένη συμπεριφορά και δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τμήματος τού πληθυσμού με βάση το φύλο του β) (ειδικά) το φαινόμενο τής σεξουαλικής καταπίεσης τών γυναικών από τον ανδρικό πληθυσμό, φαινόμενο που… …   Dictionary of Greek

  • σεξιστής — ο, θηλ. σεξίστρια, Ν οπαδός τού σεξισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sexiste < sexe «φύλο» (βλ. λ. σεξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”